- αποστράτηγος
- ἀποστράτηγος, ο (Α)1. στρατηγός που έχει αποσυρθεί από την υπηρεσία2. στρατηγός που έχει συμπληρώσει τον χρόνο της στρατηγίας του3. φρ. «ἀποστράτηγον ποιῶ τινα» — τον θέτω σε αργία, τον αντικαθιστώ με άλλον.
Dictionary of Greek. 2013.